κατάμασθος

κατάμασθος
κατάμασθος, -ον (Α)
το θηλ. ἡ κατάμασθος
αυτή που έχει μεγάλους, εξογκωμένους μαστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -μασθος (< μασθός «μαστός»), πρβλ. γυναικό-μασθος, μεγαλό-μασθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”